- εὐτυχήσει'
- εὐτυχήσειε , εὐτυχέωto be prosperousaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐτυχήσει — εὐτύχησις lucky strokes of fortune fem nom/voc/acc dual (attic epic) εὐτυχήσεϊ , εὐτύχησις lucky strokes of fortune fem dat sg (epic) εὐτύχησις lucky strokes of fortune fem dat sg (attic ionic) εὐτυχέω to be prosperous aor subj act 3rd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SALUTANDI Patronos ritus — apud Romanos, memorabilis. Nempe Salutatores Romae passim divitum et potentiorum limina obibant et matutinum Ave (haec enim salutatoria vox erat) portabant. Martialis l. 1. Epigr. 56. v. 6. Et matutinum portat ineptus, Ave. Eorum statio… … Hofmann J. Lexicon universale
ευημερώ — (ΑΜ εὐημερῶ, έω) [ευήμερος] περνώ ευτυχισμένες μέρες, με άνεση και αφθονία αγαθών μσν. 1. βρίσκω, πετυχαίνω 2. κάνω κάποιον να ευτυχήσει 3. (η μτχ. ως επίθ.) εὐημερῶν α) αυτός που περνάει καλά β) ο ευτυχισμένος γ) ο πλούσιος αρχ. 1. έχω επιτυχία… … Dictionary of Greek
πρωί — πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α επίρρ. χρον. 1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή τού ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν 2. κατά το διάστημα τής ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι 3. (με άρθρο ως … Dictionary of Greek